προθερμαντήρας

προθερμαντήρας
ο
συσκευή για προθέρμανση.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • προθερμαντήρας — ο, Ν συσκευή με την οποία ανυψώνεται η θερμοκρασία ενός σώματος και ειδικότερα ενός ρευστού πριν από τη χρησιμοποίησή του («προθερμαντήρας νερού»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προθερμαίνω + επίθημα τήρ(ας) (πρβλ. υγραν τήρας). Η λ. στον λόγιο τ. προθερμαντήρ… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”